- πέλμα
- το, ΝΜΑ1. η κάτω στηρικτική επιφάνεια κάθε ποδιού που εκτείνεται από την πτέρνα ώς τα δάκτυλα, η πατούσα («ηὐδόκουν φελεῑν πέλματα ποδῶν αὐτοῡ πρὸς σωτηρίαν Ἰσραήλ», ΠΔ)2. το κάτω μέρος τού υποδήματος, η σόλα («τοὺς Λοκροὺς εἰς τὰ πέλματα τῶν ὑποδημάτων ἐμβάλλοντας γῆν», Πολ.)νεοελλ.1. (οικοδ.) η βάση μιας κολόνας κατασκευασμένης από οπλισμένο σκυρόδεμα, αλλ. πέδιλο2. πλάκα με την οποία εδράζεται στο δάπεδο μια μηχανή3. εσωτερικός πάτος που μπαίνει σε υπόδημα4. η κάτω επιφάνεια τού ποδιού ή τής οπλής τών ζώων5. μεταλλικό στέλεχος που μοιάζει με το πέλμα τού ποδιού ανθρώπου και χρησιμεύει για χειρισμό ενός μοχλού με το πόδιμσν.1. η κονίστρα ή η πλατεία τού ιπποδρόμου ή τού αμφιθεάτρου2. έδαφος.[ΕΤΥΜΟΛ. Η λ. πέλ-μα (πρβλ. δέρ-μα, έρμα) ανάγεται σε ΙΕ ρίζα *pel- «περιτυλίγω, περικαλύπτω» και συνδέεται με: αγγλοσαξ. filmen, λατ. pellis «δέρμα» (με επίθημα -η-), αρχ. ισλδ. fjall, αρχ. άνω γερμ. fel, -lles. Ο τ. συνδέεται πιθ. με τη λ. πέλτη*].
Dictionary of Greek. 2013.